- συμμοχθηρεύομαι
- Α(σχετικά με ασθενείς) συντελώ στο να υποφέρει κάποιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μοχθηροῦμαι «γίνομαι επίπονος, βασανιστικός» κατά τα ρ. σε -εύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμοχθηρευόμενον — συμμοχθηρεύομαι contribute to suffering pres part mp masc acc sg συμμοχθηρεύομαι contribute to suffering pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμοχθηρεύεται — συμμοχθηρεύομαι contribute to suffering pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)